- λαγόν
- λαγώνthe hollow on each side below the ribsfem voc sgλαγῶςharemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λάγον — Λάγος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὡς εὕρῃς τὸν καιρόν, φάγε καὶ τὸν λαγόν. — ὡς εὕρῃς τὸν καιρόν, φάγε καὶ τὸν λαγόν. См. С волками жить, по волчьи выть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
с волками жить, по-волчьи выть — Где жить, тем богам и молиться. Ср. Mit den Wölfen muss man heulen. Who keeps company with wolves, will learn to howl. Ср. When at Rome, do as the Romans do. Ср. When they are at Rome they do there as they seed one. Ср. Il faut hurler avec les… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
С волками жить, по волчьи выть — Съ волками жить, по волчьи выть. Гдѣ жить, тѣмъ богамъ и молиться. Ср. Mit den Wölfen muss man heulen. Who keeps company with wolves, will learn to howl. Ср. When at Rome, do as the Romans do. Ср. When they are at Rome they do there as they seed… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
επείπον — ἐπεῑπον (αόρ. β τού επιλέγω) (Α) 1. είπα επί πλέον ή συγχρόνως ή έπειτα («διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῑν», Ηρόδ.) 2. είπα εναντίον κάποιου, κατηγόρησα («ἐπειπεῑν ψόγον», Αισχύλ.) 3. ανέφερα ως κατάλληλο («ἐπειπεῑν τὸ κοινὸν ἀρχὴ δέ τοι ἥμισυ… … Dictionary of Greek
υπόκριση — η / ὑπόκρισις, ίσεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. ίσιος, Α [ὑποκρίνομαι] 1. η παράσταση τού ρόλου ενός προσώπου στην σκηνή από τον ηθοποιό 2. μτφ. προσποίηση, υποκρισία («ἔσωθεν δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας», ΚΔ) νεοελλ. 1. ιατρ. δήλωση… … Dictionary of Greek